- οικονομημένος
- köşeyi dönmüş
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ματσός — ο, θηλ. ματσή [μάτσο] οικονομημένος, εύπορος … Dictionary of Greek
οικονομιέμαι — οικονομιέμαι, οικονομήθηκα, οικονομημένος βλ. πίν. 59 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής